ιμεράμπυξ

ιμεράμπυξ
ἱμεράμπυξ, ἡ (Α)
(ως επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που έχει «ἱμερόεσσαν ἄμπυκα», ωραίο διάδημα στα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + ἄμπυξ «διάδημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”